- δαϊκτής
- δᾰϊκτ-ής, οῦ, ὁ, = foreg.2,A
φθόνος Anacreont.40.10
(prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθόνος Anacreont.40.10
(prob.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαϊκτής — δαΐκτής, ο (Α) [δαΐζω (Ι)] καταστρεπτικός («δαϊκτής φθόνος») … Dictionary of Greek
ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] … Dictionary of Greek
ψυχοδαΐκτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που καταστρέφει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δαϊκτής (< δαΐζω «κατακόπτω, φονεύω»)] … Dictionary of Greek